Την κοίταξα κατάματα ξανά και ξανά. Η μεταφορά ήταν απερίγραπτα άμεση. Ταξίδεψα με την ταχύτητα του φωτός. Η φλόγα ανεξίτηλη, η λάμψη ισχυρή. Μιά λάμψη που τα κατάφερε να γατζωθεί από τα δίχτυα του χρόνου και να μείνει εκεί μόνο γιά μένα. Δεν ήξερα πως αλλιώς να υμνήσω το άπειρο. Δεν είχα ιδέα ότι είναι δυνατόν να πάει κανείς κόντρα στο χρόνο. Δεν είχα ιδέα ότι θα θυμόμουν την κάψα του ήλιου, τη χαρά του θεού που σήμαινε την Άνοιξη τριγύρω. Τη νιότη που δεν ήξερε ακόμα πως να κρύβεται. Πώς να μην αφηθώ να με κυβερνήσει η ανάμνηση;
Ο πόθος γιά τη σύνδεση με το σύμπαν, δεν είναι δυνατόν να κοπάσει σ’ ένα κορμί. Η άγνοια που φέρνει κάποιον αντιμέτωπο με τις αδύναμές του πτυχές, τον δοκιμάζει και τον μαθαίνει παράλληλα. Ο κόσμος είναι γεμάτος επιλογές. Κανείς δε μπορεί να ξέρει που ακριβώς οδηγούν. Μπορεί να φαντάζεται μόνο. Εγώ ούτε να φανταστώ δε μπορούσα. Ζούσα.
Τα καλύτερα μαθήματα τα ‘παιρνα πάντα από τα λάθη μου. Το σωστό έρχονταν αργότερα, όταν βίωνα τις συνέπειες στο ίδιο μου το πετσί. Δεν ήξερα τότε ν’ αποφεύγω τον πόνο. Ρίσκαρα πολύ κι ότι κι αν κέρδιζα, έρχονταν πάντα η ώρα να το χάσω. Μάλλον ήταν η μοίρα, που βάλθηκε να μου αποδείξει ότι η γνώση δε σχετίζεται με τίποτα υλικό. Η ευτυχία φανερώνεται με τη χαρά. Εκεί μου άρεσε να βρίσκομαι. Ήταν μακρύς ο δρόμος πρός τη σύνεση όμως ποτέ δε θα μπορούσα να το γνωρίζω αυτό αν δεν τον βάδιζα. Βασικά δεν ήμουν παρά ένας άφρων τυφλός, που μάθαινε να ψηλαφίζει νομίζοντας ότι έβλεπε.
Κανένας δε μπορούσε να μου κλέψει το παρελθόν. Μου ανήκε αποκλειστικά, όπως κι η μοναξιά μου. Οποιαδήποτε στιγμή όμως θα μπορούσε οποιοσδήποτε το έβλεπε, να γευτεί έστω το ελάχιστο που του αντιστοιχούσε. Το είχα αποσπάσει με φροντίδα από το φως. Το είχα φυλάξει στο σκοτάδι. Πίσω από κάθε απόφαση, μιά ιστορία. Πίσω από μιά εικόνα δεκάδες ιστορίες που συνδέονταν μεταξύ τους πλέκοντας γύρω μου έναν απρόβλεπτο ιστό. Όλες μου οι επιλογές, όλες οι χαρές κι όλα τα πάθη, όλες οι ηδονές, συσσωρευμένες σε ματιές που αλλοιώτικα δε θα ‘χαν σημασία. Τώρα γίνονταν μάρτυρες ότι το είχα ζήσει στ’ αλήθεια εκείνο τ’ όνειρο. Ήμουν εκεί τότε.