-Καθώς έπαιρνα τον δρόμο της επιστροφής ένας χειμωνιάτικος ήλιος, ασθενικός μου χάιδευε το πρόσωπο και μου ψιθύριζε «ότι έγινε, έγινε».
Σε μια από τις φωτογραφικές περιπλανήσεις μου βρέθηκα σε ένα μικρό όρμο, ένα φυσικό λιμάνι του Νότου. Κοίταζα γύρω μου το τοπίο: λίγες ξύλινες ψαρόβαρκες που χόρευαν σε βρώμικα νερά, βράχια μαύρα από την πίσσα, πλαστικά μπουκάλια σκορπισμένα παντού. ʼλλος ένας σκουπιδότοπος με παράλληλες χρήσεις. Τίποτα σπουδαίο. Στην άλλη άκρη της παραλίας ένα ζευγάρι βάδιζε αργά προς το μέρος μου. Ήταν τυλιγμένοι στα παλτά τους, σκυφτοί με τα χέρια στις τσέπες, φαίνεται ότι συζητούσαν πολύ σοβαρά. Σήκωσα τη μηχανή μου κοιτάζοντας ξανά γύρω μου, από κάπου να πιαστώ. Προσπάθησα να μεταμορφώσω την πραγματικότητα που έβλεπαν τα μάτια μου σε μία άλλη που θα αναγνώριζε η ψυχή μου. Μάταιος κόπος.
Τις προσπάθειες μου διέκοψε ένα χέρι στον ώμο. Γύρισα και είδα έναν ψηλό, ξανθό άντρα, σαρανταπεντάρη με ξεπλυμένα μάτια να μου προτείνει μία μικρή φωτογραφική μηχανή που κρατούσε στο άλλο χέρι. Λίγο πιο πίσω του μια από τις τελευταίες φυσικές καστανές που έχουν απομείνει. Με κοίταγε μέσα από τα σκούρα της μάτια σαν να ήθελε να μου πει κάτι. Τι όμως; Ήταν μια παραλίγο όμορφη, το πιο επικίνδυνο είδος γυναίκας.
Στήθηκαν απέναντι μου, και αναρωτήθηκα αν υπήρχε πιο ηλίθιο πράγμα στον κόσμο από το να τους πω να "χαμογελάσουν". Σαν η φωτογραφία να αφορούσε κάποιους άλλους, εκείνος κοίταζε αδιάφορα, ανέκφραστα μπροστά στον φακό, ενώ η γυναίκα είχε στρέψει το βλέμμα της δεξιά προς το φιδωτό δρόμο.
Επέστρεψα τη μηχανή που χώθηκε γρήγορα μέσα στην αριστερή τσέπη του παλτού. Ύστερα από λίγα λεπτά ακόμα αμηχανίας η γυναίκα τράβηξε προς το κόκκινο φιατάκι της και αργά, χωρίς να ρίξει μια ματιά πίσω της, άρχισε να ανεβαίνει το βουνό. Όλο αυτό το διάστημα ο άνδρας κοίταζε προς τη θάλασσα σιωπηλός και ξαφνικά έκανε κάτι που με άφησε με το στόμα ανοικτό. Έβγαλε τη φωτογραφική του μηχανή και λες και αυτό περίμενε από ώρα, την πέταξε όσο πιο μακριά μπορούσε στο νερό. Κοιτούσα σαν χαμένος το σημείο που πρέπει να βρισκότανε το πειστήριο ενός πιθανού έρωτα, ενώ εκείνος μέσα στην μαύρη κούρσα του απομακρυνόταν βιαστικά. Ήταν το τέλος μιας σχέσης που δεν ήθελε να θυμάται κανείς.
Καθώς έπαιρνα τον δρόμο της επιστροφής ένας χειμωνιάτικος ήλιος, ασθενικός μου χάιδευε το πρόσωπο και μου ψιθύριζε «ότι έγινε, έγινε».
Κώστας Μασσέρας