Ένα στυγερό έγκλημα συγκλόνισε την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1962. Ένας 27χρονος δολοφόνησε την 24χρονη μνηστή του με δηλητηριασμένο λουκούμι επειδή ήθελε να παντρευτεί την αδερφή της. Το θύμα ονομαζόταν Βάσω και ήταν 24 χρόνων. Ζούσε στο χωριό Σένιες Αχαΐας και ήταν αρραβωνιασμένη με τον 27χρονο Δημήτρη, ο οποίος ήταν μοναχοπαίδι και ζούσε με τους γονείς του στο χωριό Πέττα. Μια ημέρα ο Δημήτρης την επισκέφθηκε στο σπίτι μαζί με τον πατέρα του. Ήταν Κυριακή και θα έμεναν στο σπίτι της μέλλουσας νύφης τους μέχρι τη Δευτέρα. Ο Δημήτρης είχε μαζί του ένα λουκούμι, το οποίο είχε δηλητηριάσει με παραθείο. Αφού έμειναν στο σπίτι της Βάσως μια ημέρα, το μεσημέρι ετοιμάζονταν για αναχώρηση. Τότε, ο Δημήτρης πλησίασε την 24χρονη και της έδωσε ένα λουκούμι, το οποίο τάχα της το έστελνε η μητέρα του. Η κοπέλα χάρηκε και το έφαγε λίγο αργότερα, με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή της. Μάλιστα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες της ξαδερφής και της γιαγιάς της, παραλίγο να φάνε και εκείνες το λουκούμι, καθώς το ζήτησαν από την κοπέλα, η οποία τελικά το έφαγε μόνη της. Αρχικά, ο δράστης προσπάθησε να ενοχοποιήσει τους γονείς του, όμως στο τέλος ομολόγησε την ειδεχθή πράξη του στις Αρχές. Διαβάστε πώς περιέγραψε στην κατάθεσή του την οργάνωση του εγκληματικού του σχεδίου: «Εγώ την εσκότωσα με το δηλητηριασμένο λουκούμι. Έφθασεν η ώρα του γάμου μας, αλλά δεν ήθελα να την παντρευτώ. Προς στιγμής εσκέφθηκα να φύγω για την Αθήνα, αλλά αντέδρασαν ο πατέρας και η μητέρα μου. Δεν με άφησαν. Τότε απεφάσισα να σκοτώσω τη Βάσω. Επήρα ένα λουκούμι την περασμένη εβδομάδα και το έριξα σε μια σακούλα που περιείχε παραθείο. Το άφησα εκεί περισσότερο από μια ημέρα. Και μετά είπα στον πατέρα μου να πάμε στις Σένιες. Εφθάσαμε την Κυριακή και μας φιλοξένησε ο μέλλων πεθερός μου. Τη Δευτέρα το μεσημέρι λίγα λεπτά πριν αναχωρήσουμε για το χωριό μας έδωσα το λουκούμι στη Βάσω. Της είπα ότι το έστελνε η μητέρα μου και ότι το είχε δώσει στον πατέρα μου κι εκείνος το ξέχασε. Η Βάσω το πήρε και ευχαριστήθηκε. Ύστερα έμαθα -γιατί εμείς είχαμε φύγει στο μεταξύ- ότι το έφαγε κι επέθανε».
-πες μου κάτι γλυκό, κάτι έστω
ένα λόγο να τον χαρώ.
-το έφαγες και είναι στο στομάχι σου με άχνη, τώρα αυτό.
Βάσω
Έκλεισα τα μάτια άνοιξα το στόμα ενώ περίμενα
Είχε κάτι ερωτικό η στιγμή άραγε;
Μικρή τα λουκούμια μου έκαναν πονόκοιλο, στο είπα Δημήτρη
-Μα αυτό είναι τριαντάφυλλο.
Μου άρεσαν τα τριαντάφυλλα εσύ μύριζες λίγο έτσι ,κοντά στις μασχάλες και στο λαιμό
Είμαι θύμα σε αυτά τα θέματα, τα της αγάπης, ένα κορόιδο και μισό
Μπήκαν τα αγκάθια στο στομάχι μου και έκλαιγα
Πονάει ο έρωτας, σκέφτηκα πριν πέσω κάτω από το γλυκό.
Σε είδα με την άκρη του ματιού μου
Πριν στα δύο διπλωθώ.
"Ένα φιλάκι νόστιμο,
ένα φιλάκι άχνη
ζήτησα απ' τα χείλη σου
μα γίναν όλα στάχτη
Ένα φιλάκι μου ‘ταξες,
κι εγώ λουκούμι πήρα
έγινε αγκάθι μέσα μου
η τωρινή μου πείρα.
Αν το ξέρα απ΄την αρχή
θα ζήταγα το αγκάθι
Να το ‘χω στην τσεπούλα μου
τα δάχτυλα να μου τσιμπά
και να μη βγάζω δάκρυ"
Δημήτρης
Την εσκότωσα γιατί δεν την αγαπούσα.
Ίδρωσαν τα χέρια μου για να της δώσω το λουκούμι
Ίδρωσε η καρδιά μου
όταν την είδα να ανοίγει το στόμα της και να πέφτει η άχνη με το παραθείο μαζί
Γιατί το έκανα;
Δεν ήθελα τη Βάσω
μα την όμορφη αδελφή.